ακυοφόρητος

ακυοφόρητος
-η, -ο
αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δε μελετήθηκε: Όλα αυτά είναι σχέδια ακυοφόρητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακυοφόρητος — η, ο [κυοφορώ] 1. αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δεν συνελήφθη στην κοιλιά τής μητέρας 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν κυοφόρησε ή δεν μπορεί να κυοφορήσει, στείρα, άγονη 3. απρομελέτητος, απροσχεδίαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”